Κι ύστερα γίναμε μια ωραία φωτογραφία που λένε. Η αγωνία αλάφρυνε, μια μελαγχολία αδιόρατη ίδια με την αίσθηση που έχει η Κυριακή από το απόγευμα και μετά, αλλά η Κυριακή της άνοιξης, που κρατάει σφιχτά το φως της, όχι του χειμώνα που έχει παραδοθεί στο σκοτάδι και δεν το παλεύει καν. Στιγμές στιγμές έφερνα στο μυαλό πράγματα, κουβέντες κυρίως και σκηνές από την κοινή μας ζωή, κυρίως όμως θυμόμουν πως ένιωθα όταν έλειπες, ένα περίεργο πράγμα με εσένα και εμένα ακόμα και όταν ήμασταν μαζί όλο νόμιζα ότι έλειπες, ότι έφυγες, ότι δεν είναι αλήθεια πως αν θέλω σε βλέπω.

Ίσως να έφταιγε ότι ζούσαμε μακριά, ίσως να έφταιγε που ποτέ δεν κυκλοφορήσαμε στη γειτονιά όπως όλα τα ζευγάρια, απόγευμα και βράδυ, ο κλασικός κύκλος της εξόδου που ακόμα κρατούσε στις μικρές πόλεις. Μα ίσως και αυτός να ήταν ο λόγος που άντεχα να αναπνέω όταν εσύ έφυγες, ότι δεν είχαν σημαδέψει οι στιγμές μας τα πεζοδρόμια, τους τοίχους, τις αυλές. Ήταν μια γειτονιά μικρή, τρία στενά μακριά από τη λεωφόρο, ήσυχη και πάντα σκονισμένη από τον αέρα που κατέβαινε από το λόφο. Σαν έφυγες, περάσαν χρόνια μέχρι που εγκαταστάθηκα μόνιμα στο πατρικό μου, αφού το είχαν σημαδέψει και άλλες απώλειες αλλά και νέοι δεσμοί.

Όταν έκλεισα το τηλέφωνο στον αντιπαθητικό δικηγόρο αφού μου εξήγησε τις απαραίτητες πρακτικές λεπτομέρειες, έμεινα για λίγο ακίνητη. Μετά πήγα στο παράθυρο τράβηξα την κουρτίνα και προσπάθησα να διακρίνω στο θαμπό φως της μέρας που έφευγε το παράθυρό σου. Σαν ήμασταν μικρά, ανάβαμε φακούς και συνομιλούσαμε κρυφά μέσα στη νύχτα. Όλο το ρίσκο ήταν δικό μου, μιας που το παράθυρο του δωματίου μου έβλεπε στον κήπο και για να επικοινωνήσω μαζί σου, έπρεπε να σηκωθώ κρυφά και σιγά σιγά να έρθω στο σαλόνι, σε απόλυτη ησυχία.

Και τώρα το ίδιο έκανα: πήγα στην κουζίνα βρήκα ένα παλιό φακό, τον κούνησα για να ζωντανέψω τις μπαταρίες και προσπάθησα να σου κάνω σήμα, όπως τότε, από το σαλόνι μου στην κάμαρά σου, τρία κοφτά για βοήθεια, δύο για το οκ , ένα κοφτό για την παρουσία και ένα μακρύ για καληνύχτα. Δεν άναψε αμέσως και δε διατηρούσε το φως του, αλλά τα κατάφερα με την τρίτη.

Ένα μακρύ για καληνύχτα. Καληνύχτα πρίγκηπα.

 

Πώς σημαδεύει κανείς τα χρόνια που περνούν; Εάν ήμασταν σε φυλακή θα χάραζα γραμμές, μια στιγμή, ένα βράδυ, δυο εβδομάδες, ένας χρόνος. Εάν ήμασταν μαζί θα βασιζόμουν επάνω σου ότι κρατάς λογαριασμό, εξάλλου πάντα ήσουν εξαιρετικός με τους αριθμούς. Τώρα που δε συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο τι να κάνω;

Αυτή ήταν η αγωνία μου τότε, τις πρώτες ημέρες μετά τον ήχο της πόρτας του αυτοκινήτου που έκλεισες, της πόρτας του μπαλκονιού που σφάλισα. Μια αγωνία που σερνόταν πίσω και κάτω από κάθε μου κίνηση, πως μετράς το χρόνο; Πως να μη χάσω το μέτρο, το ρυθμό, ούτε κι εγώ δεν ξέρω πόσο νευρικά μετρούσα με τα δάχτυλα και το μυαλό. Ένα βράδυ πέρασε, να ένα ακόμα, άντε δυο ακόμα και κλείνει η εβδομάδα μετά τον ήχο της πόρτας, μετά δύο εβδομάδες, ύστερα ο πρώτος μήνας, η πρώτη αργία, το πρώτο καλοκαίρι.

Το πιο δύσκολο ήταν αυτή η αγωνία, μου κρατούσε την ανάσα, ακόμα και στον ύπνο μου, τιναζόμουν ξαφνικά και μέτραγα με τα δάχτυλα, σκιά στα αυτιά μου ο ήχος της πόρτας, κυρίως του αυτοκινήτου, μιας που του μπαλκονιού είχα εγώ τον έλεγχο της κίνησής της και άμα θέλω, τι νομίζεις, την αφήνω ανοιχτή. Ανοιχτή στον αέρα, στο ρυθμό του ψιλόβροχου, στον ήχο της μηχανής του αυτοκινήτου που ξεμακραίνει, πάλι χάνεται ο έλεγχος, πάλι χάνεται το μέτρημα, ουφ μια στενή ανάσα και ξαναρχίζουν τα δάχτυλα τον τραγικό απολογισμό τους: μια στιγμή, ένα βράδυ, δυο εβδομάδες, ένας χρόνος, μια ολόκληρη ζωή.

Και μια ολόκληρη ζωή δεν τη μετράς με τα δάχτυλα, ούτε ο τοίχος φτάνει. Τη μετράς άραγε κάπως; Τη ζυγίζεις; Και έχει σημασία να τη ζυγίσεις; Αυτή η αγωνία που μόνο ξεθωριάζει με τα χρόνια, να, αυτή είναι η μονάδα μέτρησης. Σήμερα σφίγγεται συνέχεια το κορμί μου, αύριο το ίδιο, σε δυο εβδομάδες; Σε ένα χρόνο; Τα δάχτυλα παίζουν ακόμα, έχω ξεχάσει όμως τι μετράνε, και το τηλεφώνημα με την εκνευριστικά ένρινη χροιά μου το θύμισε.

Μα μετράνε το χρόνο φυσικά. Το χρόνο μετά από εσένα.

Ήταν ένα άδειο σπίτι, από εκείνα με τις φραγμένες από θεριεμένες πρασινάδες σιδερένιες εξώπορτες. Στο γραμματοκιβώτιο, τα διαφημιστικά φυλλάδια και οι λογαριασμοί ολόκληρων ετών είχαν σχηματίσει μια σκούρα μάζα, βρεγμένη, κολλημένη, ξεραμένη στον ήλιο και μουσκεμένη ξανά. Στα τσιμεντένια σκαλιά της εισόδου, η υγρασία είχε σχηματίσει παράξενα σχήματα, το ίδιο και στην πρόσοψη, τα παντζούρια είχαν φουσκώσει και οι καρέκλες φερφορζέ στην υπερυψωμένη κατά τρία σκαλιά είσοδο έστεκαν μόνες, χωρίς τραπεζάκι.

Περνώντας από το πεζοδρόμιο, το βλέμμα δεν παρέμενε επάνω του παρά μόνο για ελάχιστα δευτερόλεπτα, αφηρημένα, χωρίς να το αντιλαμβάνεται ουσιαστικά, μοιρασμένο το μυαλό σε σκέψεις, πλήρωσα την κάρτα, να περάσω από τη μάνα, τι θα φάει το παιδί αύριο, να μην ξεχάσω να αλλάξω τακούνια. Στο πλάι του, ψήλωνε μια συκιά, η μυρωδιά της φόρτωνε τη γειτονιά τους Αύγουστους, και μόνο τότε το βλέμμα βάραινε λίγο περισσότερο πάνω του, πότε χαϊδευτικά πότε επικριτικά, όπως συμβαίνει συνήθως με τους πολύ κοντινούς ανθρώπους, εκείνους που έχεις το θάρρος να μαλώνεις και να παινεύεις, που την όψη τους την έχεις συνηθίσει και σπάνια μόνο τους παρατηρείς.

Χρόνια ολόκληρα από τότε που κλείσανε τα παράθυρα, κλειδώθηκε και τραβήχτηκε με δύναμη, η σιδερένια εξώπορτα. Η φύση γύρω του βρήκε χώρο να απλωθεί, εκεί που ο άνθρωπος δεν πατάει, ξεδιπλώνεται μια ελευθερία κατ’ αρχήν άναρχη, που μόνο ο άνεμος, ο ήλιος και το νερό δαμάζουν. Συνέχιζε να στέκεται, θαρρείς μόνο του, πεισμωμένο στο χρόνο, με τα σημάδια του, με τα παιδιά να μην το πλησιάζουν αφού δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον, στη γεμάτη εικόνες καθημερινότητά τους το άδειο σπίτι δεν ξεχώριζε, ήταν απλώς μέρος του τοπίου της γειτονιάς.

Όταν εκείνος ο αντιπαθητικός δικηγόρος με πήρε τηλέφωνο, και μου ανακοίνωσε με εκείνο τον ένρινο τόνο πως πέθανες και μου άφησες το πατρικό σου, δυσκολεύτηκα να καταλάβω. Και τι μου έλεγε και τι σήμαιναν τα λόγια του. Είχα χρόνια να σε σκεφτώ, εσένα, τη γειτονιά, τη μάνα σου την κυρά Θάλεια, εσένα σε είπα;

Κι εμένα. Χρόνια είχα να σκεφτώ εμένα.

 

 

Σε ένα τραπέζι σκουριασμένο, κάποτε μπλε, πάνω σε τσιμεντένια προβλήτα.
Εκεί κάθομαι και στρίβω τσιγάρο να καπνίσει το μισό ο αέρας.
Ένα ορφανό τσίπουρο στριφογυρνάει στο χαμηλό ποτήρι.
Και σκέφτομαι.
Και δεν θυμάμαι.
Ούτε σχεδιάζω.
Έχει ησυχία εδώ.
Φοράω το μαύρο παλτό που γάριασε από τα πολλά πλυσίματα.
Κι ακόμα ζεσταίνει.
Σήμερα είναι βαρύς ο ουρανός.
Τα δέντρα έχουν φουσκώσει από την ανυπομονησία να ρθει η άνοιξη.
Περίεργο, εγώ γιατί το χειμώνα νιώθω και το καλοκαίρι σκέφτομαι;
Σιγομουρμουράω. Άμα πιάσει να βρέχει θα φύγω, αλήθεια.
Αλλά μέχρι τότε άσε με να σιγομουρμουράω.
Τραγουδώντας.
Έχω χάσει τα σι, τα λα.
Δεν υπάχει μνήμη για κείμενα.
Παρα-ταύτα είμαι καλά.
Το αυτό επιθυμώ και για εσάς.

στους φίλους που την κάνανε για Αμέρικες και Ανγκλεκτέρες

Η Αλίκη και ο καθρέφτης της.

Σταγόνες στην κρύα του επιφάνεια.

Εύθραυστη η πραγματικότητά του.

Τρύπια τόπους – τόπους.

Να κάνει ένα βήμα και να βρεθεί στο πράσινο χορτάρι.

Να το πατήσει ξανά και ν’ ακουστεί ο ήχος σαν εφημερίδας που τσαλακώνεται.

Θυμάται που;

Η καθημερινότητα ήταν σατέν.

Απαλή απ΄ τη μια, άγρια απ΄ την άλλη.

Κι ο καθρέφτης να σκονίζεται.

Της Αλίκης.

Που όπου να ΄ναι θα κλείσει τα τριάντα..

Μα ακόμα θυμάται το γρασίδι – εφημερίδα.

Την αίσθηση ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα.

Απαλή, άγρια, θορυβώδης.

Άγνοια Αλίκη μου.

Ο τρόπος να πορεύεσαι τρία εκατοστά πάνω απ’ τα σκουπίδια κουνώντας χαριτωμένα το άσπρο σου – μου χεράκι να διώξεις τη μυρωδιά.

Και να γελάς, να γελάς αμέ, να γελάς, να γελάς.

Είδα

πως στους ουρανούς εν μέσω των κτιρίων είχαν βάλει συρματοπλέγματα στενά.

πως οι ένοικοι σφίξαν σανίδια πάνω τους και τις νύχτες ανεβαίναν και καθόντουσαν εκεί, με μπύρες και τσιγάρα.

πως όλη νύχτα ισορροπούσα σε ένα τέτοιο σανίδι μα ούτε μια φορά δεν μου ‘πεσε ο καπνός ή το τενεκεδάκι μου.

πως κουβέντιασα ώρες περί κοινών και μηδέ καινών δαιμονίων

πως ακόμα και μετά από τόση ισορροπία το πρωί ήμουν ξανά θολά στεκούμενη.

πως  θυμόμουν τις φωτεινές κηλίδες που ρίχναν οι λάμπες του δήμου στην άσφαλτο.

Οίδα

«Πως είναι πάντα σκοτεινά εκεί έξω κύριοι»

πως και τα μεθύσια μου με έρωτες ξεπλένονται

πως

Οι νύχτες κι οι μεγάλες τους ώρες.

Που σημαδεύονται μ’ ένα «δε με θέλησες ποτέ».

Με χαρτιά τσαλακωμένα στο καλάθι.

Με βιαστικά σβησμένα τσιγάρα στο βρώμικο τασάκι.

Με αργές πλύσεις με hexalen πριν τον λειψό ύπνο.

Με γυρισμένο κεφάλι.

Που μόνο ανάποδα ξυπνητά όνειρα έχει να δώσει.

Με αχνά παράπονα στους λαγόνες.

Κι ένα μόνο σπάσιμο στις γραμμές που δεν θα ’ναι δυο χρόνια που φυτρώσαν στις άκρες των ματιών.

Δεν έχω το τέλος που σου αρμόζει μάτια μου.

Μόνο  σιγοτραγουδάω γυρνώντας αυτές τις ώρες.

Ένα τρεχαντηράκι βοριάς το ξόρισε..

μμμ…

κι άμα το μαρτυρήσω τζόγια μου
μαρτύρα το και συ..

grey glow

Γρανίτης πάνω στον Σεπτέμβρη.

Γρανίτης ποτισμένος σαρντονέ.

Και πως του πάει η αψάδα στη γεύση, η κρυμμένη πίκρα στους πίσω- πίσω κάλυκες.

Μια όξυνση ή οξείδωση να είναι το παρελκόμενο;

Κι εξακολουθεί ο Σεπτέμβρης κάτω από τον υγρό γρανίτη.

Σχέδια, σχέδια γραμμές σε χάρτες κίτρινους.

Υποσχέσεις σε χρόνους ξεχασμένους, αλήθεια εκείνον τον τετελεσμένο μέλλοντα τον ανακαλεί ποτέ κανείς;

Του χρόνου τέτοια εποχή θα έχουν γεννηθεί παιδιά, θα έχουν πεθάνει ιδέες και θα έχουν ζήσει όλα τα ενδιάμεσα.

Η πραγματικότητα κατά Ρόμπινς.

Είναι όμως όλες εκείνες οι συζητήσεις περασμένα μεσάνυχτα που δεν αντέχεις πια να κάνεις.

Είναι όμως όλοι εκείνοι οι άνθρωποι ξενυχτισμένα πρωινά που δεν αντέχεις να ζήσεις.

Και κυρίως./

Κυρίως./

Οι κάλυκες οι γευστικοί ή οι θανατηφόροι;

paisos catalanes

Το τέλος ,μωρό μου, είναι μισθοφόρος απλήρωτος.

Κάνει τσιγάρο στη μάντρα λίγο πριν το συρματόπλεγμα του στρατοπέδου.

Μετράει τα ψιλά του αν βγάζουν για μια ακόμα μπύρα.

Και δεν ενδιαφέρεται αν δυο μέτρα πιο κει σκάνε βόμβες.

Το τέλος μωρό μου, στέκεται δυο νότες πάνω.

Ζυγίζει τα χρέη του και βγαίνει πιστωτικό.

Μετράει τα κουπόνια του αν φτάνουν για ένα ακόμα φτηνό γεύμα.

Και σβήνει τις γόπες του στο νωπό χώμα.

Το τέλος ,μωρό μου.

Το τραγουδάνε στις δύσκολες ώρες της νύχτας  δ ι ά φ ο ρ ο ι.

Τεντώνουν τις φωνές τους σε μεθυσμένα αχχχ.

Κοιτιούνται στα μάτια.

Όλοι οι φοβισμένοι του.

Αυτοί που ποτέ δεν το αρθρώσαν.

Μη ρωτάς.

Κείνοι που το ‘παν.

Δεν τραγουδάν.

Πίνουν τις τεκίλες ή τις βότκες.

Και στην είσοδο του  Waits.

Σκύβουν το κεφάλι ακόμα πιο κάτω.

Το τέλος ,μωρό μου.

Δεν ξεμένει ποτέ, είναι δημοφιλές, κάθε στρατός το θέλει στις τάξεις του.

Πανάκριβο ,μωρό μου

και ερωτεύσιμο.

aitna

Έρημα χρόνια σαν από καιρό ξενοίκιαστα.

Αποβάλλω αστεία με πολεμική ευκολία.

Ετούτα τα βράδια λαχανιάζουνε, στον ήχο της βροντής.

Οι ονειρώξεις συνθετικές, τα βοηθητικά του ύπνου ληγμένα.

Κι ένας μήνας που συντελεί σε απορρίψεις.

Σαν κάτι να ’θελα να τραγουδήσω, με το μπάσο σε υπερ-ένταση.

Πως θα με κοιτούσαν οι προβολείς με τους πυρήνες τους να τρέμουνε.

Ασθματικός ο βήχας του κοινού στην αδιάκριτη αναμονή.

Κι όταν υγράνω τα μάτια στο ηθελημένο ανοιγόκλεισα  που ξέρεις πως σηματοδοτεί παράδοση, τότε ναι.

Ο πόλεμος θα τελειώσει ο χρόνος θα νοικιαστεί και τα βράδια, αχ τα βράδια πως θα ησυχάσουν που θα ‘χουν κλείσει στη στροφή την μελωδία. Το τραγούδι μου σαφώς δεν θα το πω, θα φοβηθώ που δεν θα προκαλέσω φασαρία, η γενιά μου, η ασυντόνιστη κι εύκολή μου συγκίνηση.

Κι οι ιστορίες φίλε μου. Πάντα να γράφονται στην ξεφτισμένη διαχωριστική νεκρές δη και μαυρό (τελέσ) φορούσες.


enjoy the silence

Ωωωω τι σκοτεινιά αγάπη μου..

Χαρούμενα υφέρπουσα και πάντα ήσυχη χορεύοντας.

Ανάμεσα από το άνοιγμα του καλοκαιρινού μου φουστανιού, μα είναι μόλις Μάης και Μάηδες πριν καφενεία κλειστά.

Στο ενδιάμεσο των εποχών ο χρόνος σαλεύει.

Ο ήλιος βρίσκεται πάντα κλεισμένος έξω απ’ τις γρίλιες και τα πεζοδρόμια ανατριχιάζουν στη σκιά.

Ωωωω τι θάρρος αγάπη μου..

Λυπημένα αντρειωμένο και πάντα θορυβώδες αποσύρεται.

Οι φυγές, οι περίπατοι ανάμεσα στις βροχές, το στυλό που εκπνέει τους Μάηδες. Και τα ποτηράκια να ιδρώνουν αγωνίες.

Ωωωω τι ασπρόμαυρα αστέρια αγάπη μου..

Φιγουράρουν με κρότο και κρύβουν πως αγοραστήκαν φτηνά από ένα υπαίθριο παζάρι του Λονδίνου αγκαλιαστήκαν με φόρα από τη Siouxsie και γδυθήκαν μπροστά σ΄ ένα πεντόλιρο, φυγή εκ των έσω και πάντα μπροστά στον κόσμο οι υγρασίες γ α μ ώ τ ο πουτάνα θεατρίνα είπε η Γώγου και η σκοτεινιά και το θάρρος και τ΄αστέρια μου απ’το άνοιγμα του φουστανιού μου προβάλλουν

γελώντας.