«Αγαπητό μου ημερολόγιο,
το τρίτο τσιγάρο της ημέρας μόλις άναψα. Και αυτό το τσιγάρο δεν ξέρω γιατί, είναι πάντα καλύτερο. Πέρασαν μέρες που έχω να γράψω κάτι. Πέρασαν εικόνες που δεν αποτύπωσα πουθενά παρα μόνο στο μυαλό μου. Κι αυτό είναι πολύ στοιχειωμένο πια για να τις χωρέσει όλες. Είπα να κάψω λοιπόν μερικές.
Παρασκευή ξημερώματα σχεδόν 5 το πρωί, ένας άντρας με ένα μακρύ μαύρο παλτό περπατάει στην Αχαρνών. Στη μέση του δρόμου. Τα αυτοκίνητα τον προσπερνούν από παντού και ούτε καν γυρνάει το βλέμμα του. Περπατάει με το κεφάλι στητό και κοιτάει μακριά. Κάπου ψηλά, στο βάθος είναι εστιασμένο. Περίεργος. Ήρεμος. Τρομακτικός. Ασυμβίβαστες έννοιες αλλά εδώ κάνουν παρέα χωρίς προκατάληψη.
Εύχομαι στο Σ. και τη Μ. , τους οποίους πάντρεψα το Σάββατο να είναι καλά. Καλά μαζί και ποτέ χώρια. Εύχομαι να τους βλέπω για πολλά χρόνια, τόσο ερωτευμένους. Καθαρά εγωιστικά τέλος, μου κάνει καλό αυτό. Ο έμφυτος κυνισμός μου τρώει μια γερή κλωτσιά στ΄αρχίδια και διπλώνεται. Κονταίνει. Και την επόμενη φορά που θα ορθώσει κεφάλι, θα θυμάται την κλωτσιά και θα είναι λιγότερο απόλυτος.
Δεν έχω παράπονο. Ή μάλλον είμαι πολύ χαρούμενη με όσα είδα και έζησα αυτό το Σάββατο. Το μόνο περίεργο της ημέρας ήταν πως άνθρωποι που είχα να δώ λίγους μήνες δε με γνωρίσανε. Αλλά αυτό μπορεί να είναι και καλό.
Την Κυριακή την έβγαλα ολόκληρη στον καναπέ με ταβανοθεραπεία και τόση τι-βι που είχα μήνες να δω. Καλά ήταν. Ξεκούραστα. Το βράδυ όμως ήμουνα τόσο νυσταγμένη που δεν κατάφερα να βγώ. Και είναι κρίμα γιατί δεν είδα ένα φίλο που του έχω κι αδυναμία. Και τώρα ποιός ξέρει πότε θα τον ξαναδώ; Μπορεί όμως να είναι και καλύτερα. Οι αδυναμίες μου εμένα πάντα στο τέλος καταλήγουν ψυχωμπουκωτικές που λέει και ένας άλλος φίλος!
Φίλοι αγαπητό μου ημερολόγιο. Φίλοι.
Γαλήνη αγαπητό μου ημερολόγιο. Γαλήνη. Που θα πάει η καριόλα; Θα γυρίσει.»

Φιλιά σε όλους σας και καλώς σας βρήκα. Έφυγε ο Σεπτέμβρης. Θα βγώ από την τρύπα μου. Όπως λέει και το Λενάκι » δε θα τελειώσει κι αυτή η έκλειψη;»