Σε ένα τραπέζι σκουριασμένο, κάποτε μπλε, πάνω σε τσιμεντένια προβλήτα.
Εκεί κάθομαι και στρίβω τσιγάρο να καπνίσει το μισό ο αέρας.
Ένα ορφανό τσίπουρο στριφογυρνάει στο χαμηλό ποτήρι.
Και σκέφτομαι.
Και δεν θυμάμαι.
Ούτε σχεδιάζω.
Έχει ησυχία εδώ.
Φοράω το μαύρο παλτό που γάριασε από τα πολλά πλυσίματα.
Κι ακόμα ζεσταίνει.
Σήμερα είναι βαρύς ο ουρανός.
Τα δέντρα έχουν φουσκώσει από την ανυπομονησία να ρθει η άνοιξη.
Περίεργο, εγώ γιατί το χειμώνα νιώθω και το καλοκαίρι σκέφτομαι;
Σιγομουρμουράω. Άμα πιάσει να βρέχει θα φύγω, αλήθεια.
Αλλά μέχρι τότε άσε με να σιγομουρμουράω.
Τραγουδώντας.
Έχω χάσει τα σι, τα λα.
Δεν υπάχει μνήμη για κείμενα.
Παρα-ταύτα είμαι καλά.
Το αυτό επιθυμώ και για εσάς.

στους φίλους που την κάνανε για Αμέρικες και Ανγκλεκτέρες