Σε ένα τραπέζι σκουριασμένο, κάποτε μπλε, πάνω σε τσιμεντένια προβλήτα.
Εκεί κάθομαι και στρίβω τσιγάρο να καπνίσει το μισό ο αέρας.
Ένα ορφανό τσίπουρο στριφογυρνάει στο χαμηλό ποτήρι.
Και σκέφτομαι.
Και δεν θυμάμαι.
Ούτε σχεδιάζω.
Έχει ησυχία εδώ.
Φοράω το μαύρο παλτό που γάριασε από τα πολλά πλυσίματα.
Κι ακόμα ζεσταίνει.
Σήμερα είναι βαρύς ο ουρανός.
Τα δέντρα έχουν φουσκώσει από την ανυπομονησία να ρθει η άνοιξη.
Περίεργο, εγώ γιατί το χειμώνα νιώθω και το καλοκαίρι σκέφτομαι;
Σιγομουρμουράω. Άμα πιάσει να βρέχει θα φύγω, αλήθεια.
Αλλά μέχρι τότε άσε με να σιγομουρμουράω.
Τραγουδώντας.
Έχω χάσει τα σι, τα λα.
Δεν υπάχει μνήμη για κείμενα.
Παρα-ταύτα είμαι καλά.
Το αυτό επιθυμώ και για εσάς.
17 Απριλίου, 2011
26 Ιουλίου, 2011 at 10:10 μμ
*Χώνει το κεφάλι μεσ’ απ’ το παράθυρο, πετάει ένα «ντττοοοοο» και εξαφανιζόλ*
1 Οκτωβρίου, 2011 at 5:20 πμ
είπε, κι άναψε ένα τσιγάρο… (την ώρα που ο ουρανός κοκκίνιζε για να’ρθει το φθινόπωρο)
19 Απριλίου, 2012 at 8:25 πμ
t
19 Απριλίου, 2012 at 8:28 πμ
Θέλω μια διευθυνση για να σου στείλω mail 🙂
20 Δεκεμβρίου, 2012 at 9:32 μμ
Καλό ντορεμιφά σας εύχομαι.
28 Μαΐου, 2013 at 10:20 μμ
Καποτε κάποιος σε κάλεσε Blanche. Then seasons came and went, moist got on my feet and wondered if he could find you just to hear you sing again.