Για να έρθει ένας ύπνος απλός
χωρίς βιασμό στην ανάσα.
Ώρες απονενοημένης αγρύπνιας
Αντρικά φιλιά.
Ευθύμως χαιδεύουν
Μα ποτέ δεν απλώνουν υγρά
Για να έρθει μια λήξη αργή
χωρίς από-γνωση στο ύστερα.
Και μένεις κοριτσάκι μου με μάτια ορθά.
Και μένεις ομορφιά μου με χέρια σφιχτά.
Και πόδια να μετεωρίζουν τον ακίνητο αέρα.
Ψαλιδισμένη μου γυναίκα, χάρτινη ερωμένη, ποια χέρια σε ισιώνουν ιδρωμένα;
1 Δεκεμβρίου, 2007 at 7:26 μμ
λεηλάτης
τα ίδια γράμματα λέν αλήτης
σαν φοβάσαι τη χέρσα γη να μην καρπίσει και σε κρατήσει
κουρσεύγεις και φεύγεις
και η γή έρημος
και συ παντέρημος
faire trade
3 Δεκεμβρίου, 2007 at 10:37 μμ
παραραράραμ παραράααααμ… μοιάζει η γή με ζωγραφιάαααμμμμμμ…
4 Δεκεμβρίου, 2007 at 6:28 μμ
Ξυπνάω, σου λέω, μέσα στη νύχτα έτοιμη να κλάψω πάλι, και σηκώνομαι να ντύσω το γυμνό κορμί μου, και αργόσυρτα να μεταφερθώ στο διπλανό δωμάτιο, στον κρύο καναπέ, να κάνω παρέα με τσιγάρο που κρατάω και κουνιέται περίεργα καθώς σιγοκλαίω. Θέλω να κοιμηθώ, ήρεμα, απλά, σα παιδί πάλι, κι όχι σα παντρεμένη χρόνια, που μυρίζει άοσμα χωρίς λάμψη στο βλέμμα, χωρίς μουσικές στα γέλια της και κόκκινο, πολύ κόκκινο όταν κάνει έρωτα.
Μετράω τους κόσμους στο χαλί κι ακούω τους ήχους από τον πεζόδρομο.
Θυμάμαι πως κράταγα την αναπνοή για ν’ αφουγκραστώ τη μηχανή, από το ανοιχτό παράθυρο.
Προσμονή που έλιωσε από το κρύο της συνήθειας, της επανάληψης και της σιγουριάς.
Τόση υπομονή που τη βρίσκει ο άνθρωπος…;
Κάθε βράδυ πίνω μπας και σιγουρέψω τον ύπνο,
αλλά ούτε κι αυτός δε μου κάνει το χατήρι.
Όλοι μιλάνε για τα Χριστούγεννα -όπως πάντα- κι εγώ στην ίδια ερώτηση απαντώ με την ίδια πάντα απάντηση.
Κατέβασα και τις κουρτίνες που σιχαίνομαι, αλλά ξέρω πως απόψε θα μπω στο σπίτι κι αυτές μνησίκακες θα κρέμονται ΄πάλι μπροστά από τα παράθυρα.
Και τα βιβλία μου σκόρπια ρε κοριτσάκι…
Ένα παιχνίδι πουλιέται πιο ακριβά κι από εμένα… το μυαλό… το μυαλό φταίει για όλα. Και οι γαμημένες παιδικές αποφάσεις.
Βάλ’ το όταν βρέχει να τ’ ακούς…
5 Δεκεμβρίου, 2007 at 1:49 μμ
Γυναίκα που λύγισες από υποσχέσεις που αποδείχθηκαν χάρτινες μετά το πρώτο δάκρυ, τα χέρια άπλωσε και ισορρόπησε.
Άλλο μην αφήνεις στην μαύρη νύχτα να απλώνουν μυστικά τα χνάρια που περνώντας με βήματα φτιαχτά από πάνω τους θα σου πουν πως εσύ τα άφησες.
Άπλωσε τα χέρια και πέτα.
Γυναίκα πουλί είσαι και γυναίκα άνεμος αλλιώς δεν θα ‘σουν γυναίκα.
6 Δεκεμβρίου, 2007 at 11:18 πμ
κοίτα πόσους ταξίδεψες 🙂