image0053.jpg

Κάθε πρωί περπατώ την κάθοδο της Πανόρμου. Μ’ εκείνα τα υπόγεια με τις απλωμένες μπουγάδες. Τα σκαλοπάτια σκουπισμένα γυαλιστερά. Την Ελένη που κάποτε ερωτεύτηκε έναν μεγάλο κιθαρίστα κι από τότε γυρνάει όλες τις νύχτες στις σκηνές και καρφώνει λουλούδια σε χορδές. Τον Νικόλα που πήρε αναπηρική σύνταξη και τώρα γέρνει στο μπαστούνι με το φαγωμένο λάστιχο και κοιτάει λυπημένα τις πιτσιρίκες να κουνάν τα μαλλιά τους. Ο δεύτερος πιο ιδιαίτερος δρόμος της πόλης είναι τούτος. Τον περπατάω με ακουστικό στο αυτί, “θα ΄θελα να ‘μουνα, να ΄μουν βασιλιάς”, ελαφρά προς τ’ αριστερά και σκέφτομαι πότε ήταν που σταματήσαμε να φοράμε φανελάκι από μέσα; Πότε ήταν που αποφασίσαμε πως μεγαλώσαμε και δεν κρυώνουμε πια;

Τα πρωινά που καθοδεύω την Πανόρμου κρυώνω λίγο. Και συνεχίζω να βάζω το ένα πόδι μπροστά απ’ το άλλο, να ακούω “είναι πολλά αυτά που θα ‘θελα αγάπη μου” και να κρύβω τα χέρια στις τσέπες.

Πότε ήταν που άρχισε να μυρίζει η απόγνωση μιας ηλικίας θολής;

Πότε ήταν που χαθήκαν τ’ αγόρια που γράφανε τέτοια τραγούδια;

Πότε ήταν που η Ελένη αποφάσισε να θυμάται μόνο;

Πότε ήταν που ο Νικόλας στηρίχτηκε σε φαγωμένο λάστιχο;

Μου φαίνεται πως θα αρχίσω ξανά να φοράω φανελάκι.

Τις ημέρες γιατί τις νύχτες είναι όλα αλλιώς.