Περσίδες κλειστές με κάτι χαραμάδες να περνάει λίγη σκόνη και λίγο φως του ήλιου. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Ιδρώνει. Σε λίγες μέρες έχει τα γενέθλιά του. Κλείνει τα 16. Ξεφυσάει και σκουπίζει τον ιδρώτα από το λαιμό του. Το νιώθει πως βρωμάει. Κλείνει τα μάτια. Χτες, σαν δώρο γενεθλίων ο μαλάκας ο αδερφός του τον πήγε σε μια συναυλία. Λες και μπορούσε μια συναυλία να τον εξιλεώσει για έναν ολόκληρο χρόνο βασανιστηρίων. Τον μισούσε κι ένιωθε το μίσος να τον ιδρώνει παραπάνω. Στα τελειώματα των 15 του αυτός, στα 18 ο αδερφός του. Μόνο που εκείνος ήταν ψηλός, αδύνατος. Και είχε και γκόμενα. Ενώ ο ίδιος δεν είχε καμιά ελπίδα. Τα κορίτσια. Λιγώθηκε στη σκέψη και ίδρωσε παραπάνω. Τα κορίτσια θέλουν τους ψηλούς. Τους ωραίους. Κι αυτός δεν ήταν. Ούτε ψηλός, ούτε ωραίος. Τα κιλά κρεμόντουσαν από πάνω του. Γύρισε μπρούμυτα στο κρεβάτι. Τα σεντόνια μύριζαν ωραία. Η Ελένη τα είχε αλλάξει πριν δυο μέρες. Μουρμούριζε πως αν έπεφτε καθαρός να κοιμηθεί θα κρατούσαν ωραία μυρωδιά παραπάνω. Μα αυτός δεν ήθελε να μυρίζουν ωραία. Η μυρωδιά των φρέσκων σεντονιών του έφερνε πόνο στο στομάχι. Και άμα πονούσε έτρωγε πολύ, να κάνει τον πόνο να σωπάσει. Η πλάτη του ήταν μουλιασμένη και η μαύρη μπλούζα κιτρινισμένη στις μασχάλες. Φορούσε τα ίδια ρούχα από χτες. Από τη συναυλία. Μυρίζαν ιδρώτα. Μυρίζαν κι άλλα πράγματα. Κι άμα έκλεινε τα μάτια ίσα για να γλαρώνει τα θυμόταν όλα. Δίπλα του στη συναυλία καθόταν εκείνη. Μεγαλύτερή του πόσο όμως δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Την είδε που ήρθε με την παρέα της και έκατσαν δίπλα σ’ αυτόν. Την άκουσε να γελάει. Το πρόσωπό της δεν ήταν καθαρό. Μόλις ξεκίνησε η συναυλία, όλοι στην αρένα χοροπηδούσαν, μα στις κερκίδες καθόντουσαν. Εκείνη άναψε ένα τσιγάρο που μύριζε περίεργα. Τον ζάλισε και γύρισε να την δει καλύτερα. Τώρα που είχε πέσει το σκοτάδι και ο αέρας βάραινε από αδρεναλίνη, ζέστη και ταγγισμένη μπύρα. Είχε ξαπλώσει στο πορτοκαλί, πλαστικό κάθισμα, με τα χέρια της ριγμένα στα πόδια της. Είχε γείρει το κεφάλι της αριστερά, στον ώμο της φίλης της. Και το μπλουζάκι που φορούσε είχε ανοίξει και μπορούσε! Μπορούσε να δει το αριστερό της στήθος! Δεν φορούσε σουτιέν, αχ την έβλεπε! Μετακινήθηκε ανήσυχα στο κάθισμά του, ίσα που χωρούσε, ξεχείλιζε από τα πλάγια, ο αδερφός του τον έσπρωξε, κάνε πιο κει ρε μαλάκα, κολλήσαμε. Του έριξε μια ματιά, δεν είχε όρεξη να του αντιμιλήσει, είχε όρεξη να δει την κοπέλα δίπλα καλύτερα.Τώρα είναι διπλωμένος στο πλάι, στα σεντόνια που νοτίσανε και του ‘χει σηκωθεί. Από χτες το βράδυ έχει παίξει με την εικόνα της κοπέλας τέσσερις φορές. Δεν έκανε τίποτα άλλο, δεν βγήκε από το σπίτι, ο φίλος του τον περίμενε στο ίντερνετ καφέ για λιώσιμο και αυτός τον ξεφορτώθηκε με μια πρόχειρη δικαιολογία.Έσφιξε τα δόντια του, μύριζε τον ιδρώτα του και το χέρι του απλώθηκε χαμηλά. Την ξανάδε μπροστά του, να ‘χει μάτια γλαρωμένα, να γελάει σιγανά και συνεχόμενα. Κι είναι σίγουρος πως κι εκείνη τον είδε. Τον είδε να την κοιτάει. Δεν μπορούσε να κρατηθεί, να είναι πιο κρυμμένο το βλέμμα του. Μα έλεος, φαινόταν το στήθος της πως θα μπορούσε να τραβήξει τα μάτια του από κει; Ξάφνου εκείνη ανακάθισε. Κούνησε το κεφάλι της, σήκωσε τα μαλλιά της ψηλά, γκρίνιαξε στην παρέα της ότι είχε γίνει μούσκεμα. Κι εκείνου του σηκώθηκε αμέσως. Τότε ήταν που γύρισε, τον κοίταξε και έκατσε πιο ίσια στο κάθισμά της. Δίπλωσε το ένα πόδι κάτω από το άλλο και άπλωσε το δεξί της χέρι στο λαιμό της. Τον κοίταξε ξανά, ήταν σίγουρος πως τον κοίταξε. Κάλυψε τον καβάλο του με την τσάντα του, ρεζίλι θα γινόταν αν τον έβλεπε ο μαλάκας ο αδερφός του.Έσκυψε στο αυτί της φίλης της, κάτι της είπε και γελάσαν. Οι υπόλοιποι της παρέας τους, τους είπαν να κάνουν ησυχία κι εκείνες ξαναγελάσαν. Και μετά ήταν που φιληθήκαν. Στο στόμα! Τις είδε που πλησιάσαν τα κεφάλια τους και αγγίξανε τις γλώσσες τους! Κάτω χαμηλά του, γινόταν πανηγύρι. Κοίταξε ανήσυχος τριγύρω μην τον δει κανείς. Ο αδερφός του τραγουδούσε school is out for the summer. Στριμώχτηκε προς την πλευρά της, κόλλησε τον γοφό του πάνω της, φορούσε ένα λεπτό ύφασμα για παντελόνι και αλήθεια μα το θεό του τριβόταν στο πόδι!Γύρισε ανάσκελα στο κρεβάτι, ο ιδρώτας έσταζε από τους κροτάφους του, το χέρι του τον πονούσε από τη συνεχόμενη γυμναστική από χτες το βράδυ πάνω κάτω, πάνω κάτω.Εκείνη τον κοιτούσε σίγουρα. Με την άκρη του ματιού της, κάποιος από την παρέα της, της έδωσε με χαμηλωμένο χέρι ένα ακόμα τσιγάρο που μύριζε περίεργα. Το πήρε και φωτίστηκε το πρόσωπό της με την πρώτη ρουφηξιά. Είχε γυρίσει ολόκληρος και την κοίταζε, δεν μπορούσε να κρατηθεί. Μα εκείνη χάιδευε την αρχή του στήθους της, έβαζε το χέρι της, μεγάλωνε το άνοιγμα της μπλούζας, έβγαζε το χέρι της, ξανάκλεινε η μπλούζα. Τα δάχτυλά της αφήναν κόκκινα σημάδια στο δέρμα της. Την κοίταξε στο πρόσωπο, δεν μπορούσε να το διακρίνει. Έβλεπε μόνο μια γλώσσα να ξετρυπώνει από το στόμα της. Ο αδερφός του είχε σηκωθεί όρθιος, χειροκροτούσε get your foot out of that grave, την ξανακοίταξε σφίγγοντας την τσάντα του στον καβάλο. Είχε πια απλώσει και το άλλο χέρι της στον δικό της καβάλο. Τραγουδούσε σιγανά και που και που γελούσε με τα χέρια της να φέρνουν βόλτες στο κορμί της. Τα κιλά τρεμουλιάζαν πάνω του, ο ιδρώτας τον έλουζε ολόκληρο, όλο το στάδιο χόρευε και τότε ανάψαν τα φώτα. Ο κόσμος όρθιος χειροκροτούσε, εκείνη γέλαγε δυνατά και η φίλη της την αγκάλιασε.Το δωμάτιό του μύριζε, μύριζε ο ίδιος. Το χέρι του ιδρωμένο συνέχιζε.Στην έξοδο του σταδίου, ο κόσμος στριμωχνόταν, γελούσε, τραγουδούσε. Πάνω τους αιωρούνταν σταγονίδια λερωμένα με σκόνη. Ο αδερφός του φλυαρούσε για τη συναυλία κι αυτός έψαχνε εκείνη μες στο πλήθος. Ένα κύμα κόσμου τους χώρισε στα δυο και τους ξαναένωσε απότομα. Τον έσπρωχναν από παντού, έχασε τον αδερφό του και τότε την μύρισε. Ήταν μπροστά του, κοντή, πιο κοντή από αυτόν, χέρι χέρι με έναν άλλο. Μπροστά της η φίλη της έφερνε βόλτες άλλο ένα τσιγάρο που βρωμούσε. Μύρισε βίαια τον αέρα, μπήκε μέσα του μια παρέα από μυρωδιές, ζαλίστηκε κι άλλο. Δεν άντεχε, τώρα θα έχυνε σίγουρα, τα σεντόνια ήταν μούσκεμα, η μπλούζα του κολλούσε παγωμένα πάνω του και το χέρι του συνέχιζε.Την ένιωθε να κολλάει πάνω του, πήρε την απόφασή του σε μια στιγμή. Την άρπαξε από τους ώμους και κόλλησε τους γοφούς του στη μέση της.
Έκρηξη.
Έκρηξη.
25 Ιουνίου, 2007 at 8:55 πμ
πολύ σάπιο και πολύ το γούσταρα. μα πολύ όμως.
25 Ιουνίου, 2007 at 9:04 πμ
μην το πω όπως το σκέφτομαι…
έχω και μια ανατροφή !!!
25 Ιουνίου, 2007 at 9:08 πμ
Έλάααατε καλέ κορίτσα!
Η ζέστη φταίει.Μου προκαλεί σαπίλα.Χεχεχ
25 Ιουνίου, 2007 at 9:34 πμ
ρε τι τραβάμε κι εμείς οι μικροσκοπικές σέξυ χορεύτριες καλοκαιριάτικα!!!!
(τα καντήλια τα θέλετε τώρα ή μετά?)
25 Ιουνίου, 2007 at 9:38 πμ
Τι πάθατε καλέ μου;
Σας πείραξε η ζέστη?
Μουαχαχαχαχαχα!
25 Ιουνίου, 2007 at 10:30 πμ
Το μπανιστήρι είναι ΜΕΓΑ ΠΡΑΜΑ!
25 Ιουνίου, 2007 at 10:33 πμ
πολλές εκρήξεις!
25 Ιουνίου, 2007 at 10:51 πμ
Μπα? Σκέτο σπέρμα αυτή τη φορά? Που πήγε το αίμα? Εκτός και αν εννοείς κανονική έκρηξη στο τέλος (χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο βεβαίως, απλά για να πεθάνει κάποιος – κάτι σαν τον Kenny στο South Park).
25 Ιουνίου, 2007 at 10:59 πμ
Ερωτολατρεία, ναι!χχχχχ
Σπύρε, και μπιγκ και μπανγκ!
Ατρον να είσαι ικανοποιημένος απ τον τίτλο.Ότι έχω πιο πρόσφατο περιγράφω χαχαααχ!
25 Ιουνίου, 2007 at 11:12 πμ
ΠΑΝΑΓΙΑΜΟΥ!!!!!! Όλα τα αίματα, τις χορδές, τα κόκκαλα κλπ. του παρελθόντος, τα είχες πρόσφατα όταν τα έγραφες??? ΤΑΕΛΕΓΑΕΓΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ!!! Call forensics ρεεεεεεεεεεε!!!!
25 Ιουνίου, 2007 at 11:17 πμ
Μην αναφέρεις το όνομα της Μητρός του Κυρίου επί ματαίω.
Θα σε ραβδίσω πολλάκις και μετά θα κάνω τσιγαράκι.
25 Ιουνίου, 2007 at 1:43 μμ
χάθηκε να βάλει ένα aircondition ο καημένος;
πολύ μου άρεσε
25 Ιουνίου, 2007 at 2:34 μμ
στην άγνωστη X που συναντάς καμιά φορά στις συναυλίες:
«έχεις μάθει άραγε
για πόσα εφηβικά καυλόσπυρα
ευθύνεσαι;»
25 Ιουνίου, 2007 at 3:31 μμ
ο πιο ευτυχισμένος και μη ευνουχισμένος απ’ όλους τους ήρωές σου, ίσως και ο πιο αγνός, γι’ αυτό δεν τον ηλέκτρισε το σελάχι που οργώνει τα κέιμενά σου
όχι και μαλάκας ο αδερφός του, το καλύτερο δώρο του έκανε, live show, και δεν το ξερε
το κάθυγρο σκηνικό που στήνεις, η αρχή της μεταμόρφωσής του, το λίπος λυώνει, απεκδύεται του ασχημόπαπου το ρούχο και ντύνεται στα leather, κοράκι σκέτο, με μπότες και τα λοιπά, τον Jim στο στόμα του να καλεί «come on baby light my fire»
και η τύπισσα δίπλα του να ρουφάει τον ίσκιο του
απ ότι άκουσα είναι σαν την τράπουλα, στις 21 καιγεσαι. ας προσέχει, γιατί αρχίζει σαν κάτι να μου μυρίζει
!
25 Ιουνίου, 2007 at 5:12 μμ
βασικά πιο καλά πέρασε αυτός από τον ξενέρωτο τον αδερφό του 🙂
25 Ιουνίου, 2007 at 5:13 μμ
Μια χαρά του «κάθισε» η συναυλία! 😉
25 Ιουνίου, 2007 at 5:35 μμ
Για προτροπή αποπλάνησης ανηλίκου πόσα η ταρίφα μάτια μου;
25 Ιουνίου, 2007 at 5:44 μμ
same old same βλέπω 🙂
25 Ιουνίου, 2007 at 11:04 μμ
Δύσκολη η εφηβεία… Και το τσιγάρο δεν βρωμούσε…μοσχοβολούσε…
26 Ιουνίου, 2007 at 5:16 πμ
Ανάφτρω ….
26 Ιουνίου, 2007 at 6:07 πμ
κανόνισε σήμερα να μη κάνεις άλλο ποστ γιατί θ’ ανέβει η κατανάλωση της ΔΕΗ!
26 Ιουνίου, 2007 at 6:52 πμ
αγχωμένη μαλακία
τα εύσημα στο κορίτσι που έκανε το ψυχικό
καλημέρα Purple C
26 Ιουνίου, 2007 at 8:24 πμ
Neofitos χεχ με το αρκούδι δεν θα είχαμε ιδρώτα και τα σωματικά υγρά κάνουν τις ιστορίες και τους ανθρώπους να κινούνται.. 😉
Nahames θα πρεπε να το είχα βάλει τίτλο αυτό!
Κώστα, τούτο το σχόλιο ήταν μόνο του απ’ όλα.Και θέση και αντίθεση και σύνθεση!
Μύρισε, μύρισε!
C μου δεν ήταν ξενέρωτος, μαλάκας ήτανε χαχαχαχα!
Ηλία δεν λες τίποτα!
Αγρινόμου χι.Εν ξέεεερωω!:P
Νosy όχι καλέ περάσαμε στα καινούρια χοχο!
Μεθυσμένη ψυχή, η εποχή που είμαστε πιο κοντά στον έρωτα και στο θάνατο, κάπως έτσι δεν το λένε;Μοσχοβολούσε λέει..
Χούλης άντε να χαθείς!:P
Τρελόγερε έχε χάρη που ζεσταίνομαι αλλιώς θα σε έλεγα εγώ!
Στέφανε καθόλου αγχωμένη.’Ισα ίσα, χοχοχο!Καλημέρα σου!
26 Ιουνίου, 2007 at 9:10 πμ
Kale, se diabazoun kai mikra paidia, stamata…. 😛
26 Ιουνίου, 2007 at 9:54 πμ
Αν σου πω οτι χθες ημουν σε συναυλια στον Λυκαβητο με πααααρα πολυ ζεστη, τι θα πεις? 😆 😆 😆 😆
26 Ιουνίου, 2007 at 10:50 πμ
Είδα μια φάση που πλησίαζε αρκετά σε αυτό που δείχνεις στην συναυλία πριν δύο μέρες. Ήταν πιο τυχερός αυτός, πάντως!
Υ.γ.: τα ρούχα της συναυλίας ΔΕΝ αντέχονται πάνω από τρία λεπτά, με το που φτάσεις σπίτι! Αποκλείεται.
26 Ιουνίου, 2007 at 12:18 μμ
Πι μου!Άσε καλέ τα παιδιά να ξεύρουν!
Chrissssss!Κι εγώωωωω!Που ησουνα και δεν βρεθήκαμεε;!:P
Pan αν έχεις περάσει υπέροχες στιγμές με αυτά τα ρούχα, τα αντέχεις! 😛
27 Ιουνίου, 2007 at 8:43 πμ
Πλιτς…
ζερο.
27 Ιουνίου, 2007 at 8:08 μμ
Καλησπέρα!
Εδώ βρέχει – δεν έχει ήλιο εδώ και 2 μήνες…
Και οι ιστορίες σου με κάνουν να νοσταλγώ ιδρώτα, σάρκα που αγγίζεται – μεσόγειο ..
Καλά τα πάς! Ε – ε – ε ρχομαι…!
29 Ιουνίου, 2007 at 12:47 μμ
το διάβασα με θύμηση από τις συναυλίες που τρέχαμε πιτσιρικάδες
να ερωτεύεσαι κάθε στιγμή, κάθε βλέμμα, κάθε τυχαίο άγγιγμα
να μεθάς με τη σκέψη της λαγνείας και να ξυπνάς ιδρωμένος και ευτυχισμένος έχοντας προσφέρει στον εαυτό σου την ικανοποίηση
καθηλωτικό γράψιμο