09.30
Κορμιά στριμωγμένα και ζέστη. Τα μπουφάν βαραίνουν απίστευτα στα χέρια, τα λουριά της τσάντας την κόβουν στους ώμους. Ιδρώτας σαν να ‘ναι καλοκαίρι. Η συναυλία αργεί να ξεκινήσει. Πιάνει περαστικές μυρωδιές από κόσμο που στριφογυρνάει ανάμεσα σε κάποια ελεύθερα εκατοστά. Μα που πάνε αναρωτιέται από μέσα της. Από έξω της χαμογελάει απλά στα αγγίγματά τους. Ήρθε μόνη, αλλά ξέρει. Σκέφτεται τα μόνιμα άγχη της. Εμμονές. Αν θα πάει τουαλέτα με το πλήθος να την κόβει στη μέση του δρόμου, αν θα ελέγξουν εισιτήρια που έχει έναν εκνευριστικό τρόπο να χάνει την κρίσιμη στιγμή, αν έπρεπε να φορέσει αμάνικο φανελάκι, αν θα έχει μαζί κάτι να κρατήσει τα μαλλιά ψηλά, να δροσίσει τον ιδρωμένο της αυχένα. Στέκεται ακίνητη. Κλείνει τα μάτια και χάνει την αίσθηση του προσανατολισμού. Τώρα πιάνει περαστικές κουβέντες από γύρω. Ξανανοίγει μάτια. Δεν άκουσε κάτι. Η συναυλία αργεί, η τέντα από πάνω τους κυματίζει σαν να είναι σε λεωφόρο και να βλέπει την άσφαλτο να τρεμοπαίζει, Αύγουστος. Ψάχνει τον καπνό της, ποτέ δεν στρίβει από πριν τσιγάρα. Θα έπρεπε να είχε πάρει νερό.
10.15
Τραγουδάει πιο δυνατά, δεν την νοιάζουν τα φάλτσα, κλείνει τα μάτια στις πιο ψηλές νότες. Χορεύει μαζί με τον διπλανό της, η κοπέλα που τον συντροφεύει την ρώτησε μήπως την ενοχλεί και της γέλασε. Ήθελε να της πει ότι είναι τυχερή που είναι μαζί της ένα τόσο χαρωπό παιδί. Δεν την βαραίνει, πιάνει και την κοπέλα από το χέρι και χορεύουν οι τρεις τους σε κύκλο, μεγαλώνουν, υψώνονται, φωνάζουν γελώντας. Δεν ψάχνει για τσιγάρο πια, έχουν οι δίπλα, την κερνάνε και είναι μία ψυχή. Δεν της λείπει πια, δεν θέλει να του τραγουδήσει στ’ αυτί, όπως τότε. Διώχνει την εικόνα του να σκύβει για να την ακούει καλύτερα όπως του ‘λεγε “ποτέ δεν θα το μάαθεις” ή πιο αργά “πως γυάλιζα ένα πολυβόλο στην αυλή μου”, πως μύριζε ο λαιμός του στην ρίζα του, διώχνει την εικόνα του, πάει έφυγε, δυο τζούρες και εξατμίστηκε.
11.40
Το πλήθος είναι κοντά στην τέντα, είναι πράσινη η τέντα και πια το ζευγάρι δίπλα της έχει αγκαλιαστεί, σε έναν κόσμο όσο από τα πόδια της στη μέση της. Χαμογελάει και τώρα καπνίζει μόνη, όχι δεν συγκινείται πια. Ξέρει το προσωρινό του μέτρου αυτού του κόσμου. Πιάνει ένα μπουκάλι που κάνει βόλτες σε τρεις παρέες και συμμετέχει στο ταξίδι. Τραγουδάει σιγότερα μα πιο εσωτερικά. Δεν ακούει την φωνή της, ξέρει πως υπάρχει κάπου εκεί κοντά. Χρώματα, χρώματα απολήξεις κόκκινου στο μαύρο και το κόκκινο πληθαίνει. Δεν είναι οργή, δεν είναι θλίψη, ούτε καν δείγματα πίκρας. Και μια απάθεια θα ξεπεραστεί άμεσα. Ένα χέρι την αγγίζει στο πλευρό. Στρέφει και βλέπει. “O Χ. είμαι με θυμάσαι;” Ήθελε να του πει όχι, δεν σε ξέρω μα του χαμογέλασε μεθυσμένα. Την τράβηξε από την μέση και μια αγκαλιά την έκλεισε. “Xρόνια, χρόνια έχω να σε δω Μαρία”. Δυο χείλια προσγειώνονται στην κορυφή του κεφαλιού της, δυσφορεί από το απόλυτο της ιδιοκτησίας. “Δε με λένε έτσι”, του λέει λίγο απότομα. Ίσως θα ‘πρεπε να του πει δε με λένε πια, έτσι. “Mα πως Μαρία σε φώναζε πάντα”. “ Μαρία με έλεγε μόνο όταν μου θύμωνε”, του είπε με έναν σκληρό ψίθυρο και τον έσπρωξε απότομα. Γιατί ήρθε κοντά της ποιος ήτανε; Ήθελε να είναι μόνη, είχε διώξει όλες τις εικόνες, δεν θυμόταν πια, ποιος ήταν αυτός που βίασε έτσι τον χώρο της; Αυτόν τον χώρο , όσο από τα πόδια της στην μέση της. Απομακρύνθηκε και τον είδε να την κοιτάει όπως ο σκύλος της όταν ήταν μικρή και τον μάλωνε και η μάνα της της φώναζε “τον έμαθες να κάνει ότι θέλει Μαρία, τώρα να δω πως θα τον αλλάξεις” . Το πλήθος αραίωνε όσο έφτανε στην είσοδο, στο στόμα της πράσινης τέντας και πια εκεί έξω ήταν μαύρο.
12.15
Τα πέτρινα πεζούλια ήταν γεμάτα κόσμο. Πιο κει πρασινάδα και υγρό χώμα. Ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα και συγκρατούσε τα χέρια σφιχτά δεμένα στο στομάχι. Ανάσες και απώθηση, γέννα και ανακούφιση.
12.35
Χαμόγελο πικρό, μισό μα χαμόγελο. Ανακάθισε και κοίταξε γύρω. Όπως τότε στο σταθμό μετά την άλλη συναυλία. Αγόρια, κορίτσια και ένας μπαμπάς με την κόρη του “έλα να πάμε με τα πόδια σπίτι, όμορφα δεν ήταν κοριτσάκι μου, ε Μαρία μου;”
12.37
Κάθεται εκεί στην ίδια θέση και χαζεύει. Ίσως να αλληθωρίζει κιόλας λίγο. Όμως η νύχτα είναι λίγο ζεστή και τώρα χαίρεται που δεν έβαλε αμάνικο. Της έχει μείνει μισό τσιγάρο. Το βάζει μπρος και συνάμα σιγοτραγουδάει. “Κι άθελά μου με τραβάς αλλού, βροχή μου..” Ο ουρανός της κάνει το χατήρι. Και πέφτουν μερικές χοντρές, ζεστές σταγόνες. Τα σύννεφα μαυρίζουν κάπου προς την δύση. Ο κόσμος βιάζεται, στριμώχνεται σε δυο και τέσσερις ρόδες. Εκείνη όμως μένει στην ίδια θέση. Δυναμώνει φωνή, ζορίζει λίγο το στομάχι της και την πιάνει ένα τρελό γέλιο. Κάποιος ξαπλώνει δίπλα της. Τον κοιτάει λοξά στην αρχή χωρίς να σταματήσει το τραγουδάκι. Τον βλέπει να χαμογελάει. Άνετος, παραδομένος, της κάνει παρέα στο τραγούδι. Χαμογελάει. Εκείνος χαμογελάει. Πως μπορεί να χαμογελάει έτσι στο άγνωστο; Το σκέφτεται λίγο και ξαπλώνει κι αυτή δίπλα του.
Στην ταράτσα του διπλανού σπιτιού, ένας άντρας έχει βγει να καπνίσει το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας. Βλέπει από τα κάγκελα την αλάνα να αδειάζει από τον κόσμο. Η βροχή αραιή τους έχει διαλύσει πιο νωρίς από συνήθως. Συγκεντρώνει το βλέμμα του σε δυο κορμιά που είναι ξαπλωμένα στην νοτισμένη πρασινάδα. “Πιτσιρίκια ”, γελάει. Τους κοιτάει καλύτερα. Μα είναι ένα ή δύο;
01.02
Είναι σιωπηλοί. Του δίνει τελευταίες τζούρες. Παρατηρεί τα δάχτυλά του να σπρώχνουν το τσιγάρο στο χώμα και μετά να το ρίχνουν στην αριστερή του τσέπη. Σηκώνεται και της δίνει το χέρι του. “Έλα πάμε, είναι αργά.” Τινάζει τα πόδια του να ξεμουδιάσουν. Σηκώνεται κι αυτή. Της σηκώνει τα μαλλιά ψηλά. Απλώνει τα χέρια του στην πλάτη της.
-Πώς σε λένε;
-Μαρία.
-Όμορφο όνομα, Μαρία.
-Ναι. Κι εμένα μ’ αρέσει.
Ο άντρας από την διπλανή ταράτσα, έχει πια σιγουρευτεί. Βλέπει δύο, απλά μπερδεύονται οι σκιές τους.