Πικρό, πικρό το στόμα. Παρέβην τας αρχάς και πολλά τα καπνά. Μια γεύση νικοτίνης και το οξύ λιγοστό πια. Πως θα σου γλείψω τα γένεια τώρα που δεν έχω πια υγρά; Πώς θα περάσω τα εσωτερικά σου χωρίς να αφήσω σημάδια; Μόνο τα νύχια μου μείνανε πια. Και σκοπεύω να σου γρατζουνίσω την πλάτη μέχρι να εξαυλωθείς.
Ήμουνα ήρεμη. Σχεδόν κατατονική. Μέχρι που άκουσα το τραγούδι. Τις πρώτες νότες. Και ήρθε ένα τεράστιο κύμα και με κουκούλωσε σαν αυτά που βγαίνανε στο χωριό μια φορά τον χρόνο και πάντα Αύγουστο.

Τα είχε όλα το τραγούδι αυτό ρε μικροσκοπική ύπαρξη. Και κιθάρα και νανούρισμα και στρουμπουλά χέρια δίχρονων και απελπισία από αυτές που σου αφήνουν το κεφάλι βαρύ και την καρδιά με χαμένους ενδιάμεσους χτύπους. Και εικόνες από τρένα για βόρεια μες στο χειμώνα και μόνο Άσιμος από παλιές κασέτες, κρύο. Και ξημερώματα νότια αυτής της πόλης σε μπερδεμένα σεντόνια, λεκιασμένα με σπέρμα και μόνο η κιθάρα και η φωνή.

Ίσως να ξανάρθεις λοιπόν.
Αλλά το κύμα αυτό σαν ήμουνα μικρή πάντα το κατάφερνα.
Τώρα δεν ξέρω.
Ξέρω μόνο πως μετράνε τα φύλλα που σαπίζουνε στο πλάι των υπονόμων.
Πως γυρνάει το μέσα σου σαν σε ακουμπάω χαμηλά στην κοιλιά.
Πως οι ρόδες αφήνουνε πάντα σημάδια στα λευκά πουκάμισα.
Πως οι κίτρινοι λεκέδες στις άκρες των δαχτύλων είναι από κινήσεις προσέγγισης που μείνανε στην μέση.
Πως το σάλιο που ξεραίνεται στις άκρες των χειλιών πάει χαμένο γιατί θα ήταν πιο όμορφο να στολίζει τα πόδια σου.

Το ήθελα αυτό το τραγούδι. Και είναι το δώρο μου για την αποτυχία μου.
Πειράζει να σου λερώσω τα μάγουλα με δαχτυλιές;
Αν σου πω την σύσταση της συνταγής;
Έλα μωρέ..
Σοκολάτες, τσι-γάρα, κρασιά και γέλια. Πολύχρωμα γέλια. Θυμάσαι εκείνη την κούκλα που δε μου δώσανε όταν ήθελα; Ε τώρα είναι σαν να την πήρα.


Πάει καιρός που με είπε κοριτσάκι του.
Και τώρα αλήθεια σου λέω, δεν πειράζει καθόλου.
Και τραγουδάω κι εγώ πάνω από τη δική σου φωνή.
“και δε μου καίγεται καρφί αν εσύ περνάς αν εσύ περνάς και δε μου ξαναμιλάς”
Και σουφρώνω χείλια με παράπονο και νάζι μαζί.

Στη Μ.Α.