Στην άκρη αυτής της γειτονιάς, στο κέντρο της πόλης. Περπατώ, περπατώ και ο λύκος πάλι δεν είναι εδώ. Ο δρόμος είναι βαμμένος γαλάζιος στις άκρες του. Και βγάζω φωτογραφίες τις άκρες της σιδεριάς. Ανάμεσα διακρίνει μια μισή σελήνη κιτρινιάρα. Από το χαμηλό σπίτι με χαιρετάει η φωνή κάποιου πατέρα να μαλώνει το κοριτσάκι του. Ένα κοριτσάκι ξανθό σε αντίθεση με τα δικά του σκούρα μαλλιά. Κάτι περαστικά συνθήματα στους τοίχους και μετανιώνω που δεν έχω μαζί έναν χοντρό κόκκινο μαρκαδόρο να γράψω κάτι στο γκρίζο. Ας πούμε ένα στίχο. Ή ένα στόχο;
Ψάχνω στις τσέπες μου για καπνό και δεν βρίσκω. Με πιάνει μια νευρικότητα όλον αυτόν τον καιρό που μειώνω τσιγάρα. Δεν μπορώ να κάθομαι στην ίδια θέση για ώρα, να περπατώ θέλω μόνο. Και μια δίψα ίδια με παλιά. Μια λιγούρα για ζωή γενικά. Και τι ωραία ζάλη όταν ανάβω τσιγάρο. Ένα κεφάλι από τα καλά, από αυτά που όπως έθεσε ένας φίλος εν μέσω κατάνυξης, χάναμε παλιά στην αγωνία μην καρφωθούμε.
Όταν γύρισα στο κρεβάτι βρήκα μπούκλες σκούρες στο διπλανό μαξιλάρι. Και για μια στιγμή πίστεψα ότι γύρισες. Και τρόμαξα. Είναι αυτό που λένε χάνω κάνα δυο χτύπους. Και μετά αργώ να επανέλθω.
Θυμάμαι πως κοιτούσαμε το ταβάνι για ώρες. Τώρα είναι πράγματα αυτά που θυμάμαι; Αλήθεια σου λέω ρε φίλε, έχω γεμίσει το μυαλό μου με άχρηστες γνώσεις και ηλίθιες εικόνες. Και φοβάμαι κάτι ώρες, πως δεν μένει χώρος για τίποτα άλλο. Λες να έχουμε όρια οι άνθρωποι στις ψυχές μας; Ας πούμε μέχρι εδώ φτάνει ρε φίλε, δεν έχει άλλο. Δεν μένει κενό για άλλο. Και μετά τι; Αποσυρόμαστε σε ιδιωτικά γηροκομεία, γνήσιοι γεροντολάγνοι ή νεκρόφιλοι και αναμασάμε τα ίδια και τα ίδια. Φοράμε τις μαύρες μαντίλες του πένθους, ρίχνουμε και κανα μοιρολόι στο ηλιοβασίλεμα, ατάκτως ερριμμένοι σε κύκλο και τέλος διαδρομής.
Είναι μάλλον αυτό που λένε οι σοφοί λήθη και όχι αμνησία.
Πάμε για ποτό; Να κάτσουμε αντικρυστά στην ίδια ξύλινη μπάρα, να παραγγείλεις και για μένα και μετά να μου στρίψεις ένα τσιγάρο από τα δικά σου. Αν μου το ανάψεις κιόλας, θα είσαι ο πρίγκηπάς μου, όπως τότε. Και μετά δε θα πειράζει που δε θα σου μιλάω καθόλου, έτσι; Να πιούμε, να σ΄ ακούσω, να με κάνεις να γελάω και αργά πια, λίγο πριν κλείσει το μπαρ να χορέψω κάτι από Bowie. Μετά να με πας αυτοκινητάδα. Μέχρι το Λόφο κι ύστερα γύρνα με σπίτι. Κι αν κοιμηθώ στ΄ αμάξι, το ξέρεις ότι είναι μόνο για να με ξυπνήσεις όταν φτάσουμε ε;

Χρόνια μετά ο σακατεμένος διάλογος.
“Νομίζω ότι σε είδα να πετάς με μια μηχανή στην Πανεπιστημίου.
Δεν ήμουνα εγώ. Δεν πετούσα τότε. Σερνόμουνα μόνο.”

Still this pulsing night
A plague I call a heartbeat
Just be still with me
you wouldn’t believe what I’ve been thru
You’ve been so long
Well it’s been so long
And I’ve been putting out fire with gasoline
putting out fire
with gasoline