Σου γράφω. Πως πάει καιρός από τότε που με άγγιξες τελευταία φορά. Πως τώρα που το σκέφτομαι, δεν με άγγιζες καθόλου στο τέλος. Και την τελευταία αγκαλιά στην έσπρωξα στα μούτρα, να σε πονέσω, να μην έχεις τίποτα πια από μένα πάνω σου. Τώρα απλώνω ρούχα και διαλέγω καινούριες μπότες να αντέχουν στο δρόμο. Να αντέχουν κλωτσιές σε φανταστικά οδοφράγματα. Στις τσέπες μου εισιτήρια και όπλα φτιαγμένα από κρύα βλέμματα και ενώσεις σιλικόνης. Άφησα το μαύρο παλτό και κυκλοφορώ με ένα μπλουζάκι καλοκαιρινό. Δεν κρυώνω, δεν πονάω, δεν σπάω ρυτίδες με εκφράσεις γέλιου. Απαλλάσσομαι σιγά – σιγά από τα απομεινάρια της τελετής αποχαιρετισμού σου. Δεν στολίζω πια δαχτυλίδια. Ακόμα τραγουδάω όπου βρίσκω κιθάρα όμως. Και ακόμα αγκαλιάζω την πόλη από ψηλά, με την ευφορία του αλκοόλ. Μειώνω μέτρα και αυξάνω όρια.
Nobody’s baby now. Αφού δεν είμαι το δικό σου δηλαδή;
Και τι; Ο κόσμος μου λέει ότι έχω αλλάξει, με κοιτάει παράξενα, μα αφού ούτε και πριν με γνωρίζανε γιατί μπερδεύονται τώρα;
Κάτι τρυφερές κουβέντες από αγνώστους είναι αυτές που με διαλύουν πιο πολύ. Λέξεις που μπαίνουν στη σειρά και παιχνιδίζουν στο μυαλό μου, κρύβονται και εμφανίζονται ξανά, γελάνε και πειράζουν τα μαλλιά μου, γλείφουν το λαιμό μου και χάνονται στις άκρες των δαχτύλων μου.
Νύχτες με φίλους και βόλτες με ανοιχτά αμάξια, καπνοί και αναθυμιάσεις, ο Godot που δεν έρχεται και να ψάχνουμε “εφημερεύον κάβα”.. Γέλα ρε, πόσο ζωή μυρίζει αυτό;
Έτσι περνάω χωρίς/μετά/για πάντα εσένα.
Και τινάζω μαλλιά στον ήλιο να τυφλώσω τα πλάσματα που σέρνονται στα πόδια μου.