Ξαναγυρνάω. Είμαι σίγουρη, θα είσαι πάλι δικός μου. Το μαύρο μας. Όλα ασθενούσαν γύρω μας. Σαν τίποτα να μην ήταν αρκετό, πέρα από μας, έξω από μας. Το λεωφορείο φτάνει στην γριά πόλη, χάνομαι μες στο μυαλό μου, ώρες πορείας, μα πως βρέθηκα έξω από το σπίτι σου; Σου χτυπάω, άνοιξε μου, είμαι εγώ, ο φιλαράκος σου, ο σύντροφος, η ερωμένη σου, θυμάσαι; Τις πρώτες εκείνες ώρες που ακούσαμε τα πρωινά σκουπιδιάρικα, μόλις που χάραζε, κρατούσαμε τσιγάρα και θυμιάτιζες το κορμί μου, η μέση μου ανάμεσα στα χέρια σου, τα πόδια μου μπερδεμένα στα δικά σου. Με ρώτησες αν σ’ αγαπάω μωρέ καθόλου. Άκουσα τον θόρυβο και νομίζω ότι είπα ναι. Σκέτο ναι. Δεν ήταν κάτι άλλο, παρά το σχήμα του δώρου σου στα χέρια μου. Ο όφις και το κρίνο με αφιέρωση από τον πρίγκηπά μου, μια ολόκληρη σελίδα στο άλλο μου όνομα, τι ιδιοτροπία κι αυτή να μη με λες με το κανονικό μου ποτέ παρά μόνο όταν ήσουνα θυμωμένος. Ο πύργος ήταν από τότε υποθηκευμένος και εσύ τόσο μακρινά δικός μου. Περπατάς όμορφα, με καμάρωσες και σου χαμογελούσα θρυμματισμένα, πως μπορούσα να σου πω την αλήθεια. Και τώρα χτυπάω την πόρτα σου, βλέπω μέσα από το λερωμένο σου τζάμι, η ηλίθια τρύπα σου είναι άδεια. Σπρώχνω την πόρτα και ανοίγει, μα ποιος πέθανε εδώ; Άδειο, άδειο, μόνο κάτι τσαλακωμένες φωτογραφίες με γυρισμένες άκρες, είμαι εγώ και εσύ στα ασπρόμαυρα με ζωγραφισμένα μάτια και μαλλιά ανακατεμένα, μόνο κάτι μάσκες ξεβαμμένες και μια σημαία του Νότου σκισμένη στα τρία και το παλιό ψυγείο με τα δυο ορφανά ποτήρια “σαν να πίνουμε μαζί”. Γυρνάω στο χώρο, τόσο λίγα τετραγωνικά πως γίνεται να μη σε βλέπω, μπαίνω μες στο μπάνιο και θυμάμαι, βλέπω τα σημάδια στους τοίχους, τον καθρέφτη μισό, το δίπλωμα δυο κορμιών στα πλακάκια να σε σηκώνω και να ξαναπέφτεις, ”σήκω μωρό μου, δεν φεύγω, δεν σταματάω, ζωή χωρίς εσένα;”
Οι τοίχοι είναι βαμμένοι, παράδοξο σε τόση εγκατάλειψη μα που είσαι γιατί δεν είσαι εδώ, ακόμα ψάχνω και πια δίνω φιλιά σου στόμα της παράνοιας, ναι την θυμάμαι, από παλιά, βλέπεις τίποτα δεν ξέχασα, ούτε την πόρτα του αυτοκινήτου να κλείνει μες στην νύχτα, ούτε τα μπουκάλια να σπάνε στους τοίχους ούτε τίποτα ούτε όλα.
Δρόμοι και πλατείες, στενά και άσφαλτος, ρόδες.
Τώρα κατάλαβες γιατί θα ξανατυλίξω τα πόδια στην μέση του, αλλά ποτέ δεν θα τα μπλέξω με τα δικά του;
Με μια ανάσα. Σαν τη δική σου στο αυτί της. Ψυχή μου.
16 Ιανουαρίου, 2007
"Σαν τις φλόγες του αναπτήρα που κάψανε το σκηνικό.."
Posted by Purple Clementine under Construction12 Σχόλια
16 Ιανουαρίου, 2007 at 1:15 μμ
«Ο πύργος ήταν από τότε υποθηκευμένος και εσύ τόσο μακρινά δικός μου»
Τη λάτρεψα αυτή σου την φράση!
ΥΓ: Μπλέξαμε τα μπούτια μας…
16 Ιανουαρίου, 2007 at 2:04 μμ
Τόσο μα τόσο γλυκό!!!
Λυπάμαι!!!
🙂
16 Ιανουαρίου, 2007 at 3:49 μμ
Κοίτα με , μοιάζω σαν όλα τα παιδιά …
16 Ιανουαρίου, 2007 at 7:58 μμ
Ενα γυρω το φεγγαρι κι αλλον ενα η ζωη
Στεκεσαι γυμνη μπροστα μου
κανει ο χρονος μια ρωγμη
Κανω την φωτια μου χαδι
και σου κρυβω την πληγη
που απο τοτε που θυμαμαι
μου κλειδωνει το κορμι…
17 Ιανουαρίου, 2007 at 8:20 πμ
smoke in the water
and fire in the sky
Τις ζεστές μου καλημέρες
17 Ιανουαρίου, 2007 at 9:41 πμ
……………………………..
Κείμενο απ’αυτά που απλά απολαμβάνεις…..σαν…………………………………………..
17 Ιανουαρίου, 2007 at 12:08 μμ
Εκτός από τις δικές σου πληγές ξύνεις κι αλλονών! Σνιιιιιιιιιιιιφφφφφ
Μυξομάντηλο κανείς?
17 Ιανουαρίου, 2007 at 4:27 μμ
χαχαχαχα…
πολυ καλο,
παρα πολυ καλο,
ειδες τι κανουν οι φλογες…
18 Ιανουαρίου, 2007 at 8:50 πμ
Τώρα λέει ή δε λέει;
Κοριτσάκι… έχεις φωτιά;
18 Ιανουαρίου, 2007 at 9:27 πμ
@σεξ+πυρ:
Μπλέξιμο γενικώς..
😉
@collateral:
Γλυκό;Χιχιχ μάλλον ο παράλληλος εαυτός σου είναι..!
Μη λυπάσαι, όλα δρόμος είναι.
@houli:
Απο κείνα τα κανονικά..
@fingo:
Αι να χαθείς, με συγκίνησες..
@στεφανος:
Φωτιές και λάδι για συμπλήρωμα!
καλημέρες!
@ανωνυμη μ.:
Σαν………………..
@montresor:
Όχι ρε κοριτσάκι..δεν το θέλω αυτό!
😉
@ζερο:
Είμαι πολύ εκδικητικό πλάσμα χαχαχα!
@agrino:
Ανάλογα τον δρόμο..
φωτιά;
Για λίγους.
😉
Πάρε.
Μπουμ!
18 Ιανουαρίου, 2007 at 10:58 πμ
Γι’ αυτό, σε μερικά περίεργα μπαρ, στην άκρη του πουθενά, την αλήθεια τη σερβίρουνε σαν σφηνάκι μόλις μπει ο πελάτης στο μαγαζί, δώρο του καταστήματος. Αν δε πέσει ξερός συνεχίζει να πίνει όσο αντέχει μέχρι το μπαρ να χτυπήσει καμπανάκι. Αλλιώς τον πετάς ξερό στα σκαλιά, μπροστά, αραδιασμένο και τσουβαλιασμένο, λιπόθυμο ερείπιο, βορρά στα μάτια των τρομαγμένων περαστικών που θα μονολογούν αναίσθητα κι υποσυνείδητα «τι κρίμα»…
18 Ιανουαρίου, 2007 at 11:53 πμ
@dirty old man:
Ξέρεις, πριν λίγο καιρό μου είπανε πως μάλλον επίτηδες διαλέγω να συχνάζω σε τέτοια περίεργα κι αλλόκοτα μπαρ. Γιατί μηδενίζω την πιθανότητα να με καλοδεχτούν στα κανονικά.