Ήταν λέει βράδυ Κυριακής. Στο ταβερνείο με τα κρεμασμένα όργανα στους τοίχους- κέρασμα στους πελάτες να παίζουν ό,τι θέλουν οι ίδιοι. Λίγες παρέες, ακόμα πιο λίγα ζευγάρια. Περισσότεροι μόνοι τους. Ολόκληρα μόνοι τους. Ο ιδιοκτήτης δεν προλάβαινε να βγάζει μισόκιλα λευκό και κόκκινο. Φαγητό μόνο δεν του ζητούσαν. Παράξενο πράγμα και αυτό το αποψινό. Λες και κανείς δεν θέλει να φάει. Μόνο να πιει. Στο γωνιακό τραπέζι κάθονται δύο άντρες και μια γυναίκα. Εδώ και ώρα πίνουν και αφήνουν ανέγγιχτους τους ορφανούς μεζέδες. Δε μιλάνε. Ο ένας έχει κάτι φευγαλέα σημάδια στην άκρη των ματιών, ο άλλος στα χείλια και η τρίτη στα χέρια. Χωρίζονται μα δεν το ξέρουν.
-Να παίξω τίποτα ρε παιδιά;
-Παίξε ρε φίλε.
Εκείνη απλά τον κοιτάει. Εξάλλου ξέρει τι θέλει να ακούσει.
Ξεκρεμάει την κιθάρα και χαϊδεύει τις πρώτες χορδές.
“Τυχαία δήθεν αν την δεις”
“Ότι κι αν έχεις στην καρδιά να μου το λες μικρό μου”
Αυτό είναι αυτό που θέλει να ακούσει. Σηκώνεται αγκαλιάζει με τα μάτια το χώρο, με τα χέρια το ποτήρι. Βάζει παλτό και μαζεύει τσιγάρα και κλειδιά.
-Τον φόνο που αναλογεί στον καθένα μας, εγώ τον έκανα. Καληνύχτα.
Την βλέπουν να απομακρύνεται. Στην θέση της συστρέφεται ένα σκούρο, γυαλιστερό και ολοζώντανο περίστροφο.
Ο ιδιοκτήτης ανατρίχιασε όταν πληρώσαν και φύγαν οι δύο άντρες. Σαν να μην ήταν αρκετά ορατοί. Και κρατούσε και ο ένας ένα παράξενο πράγμα, σαν φίδι, σαν μικρή βαλίτσα. Σκούρο ,γυαλιστερό και ολοζώντανο. Όταν πέρασε αρκετή ώρα, πλησίασε και άγγιξε την κιθάρα που κράτησε αυτός με τις απαίσιες ουλές στα χείλια.
Ο μικρός του μαγαζιού όταν άνοιξε το πρωί βρήκε τον ιδιοκτήτη με μαστιγωμένο θανάσιμα κορμί. Οι ειδικοί είπανε πως ήταν ατύχημα. Οι χορδές της κιθάρας σπάσανε μία-μία.