Δυο κορίτσια σε ένα ασημί αυτοκίνητο.
Δυο φίλες κάνουν βόλτες στους ασημένιους δρόμους της πόλης.
Νύχτα. Αργά πια.
Έχουν προηγηθεί 2 -3 ποτέ σε μια μαύρη μπάρα.
Οι δυο φίλες καθισμένες στα ψηλά σκαμπό, κινηματογραφικές φιγούρες μιλούν και γελάνε.
Διασκεδάζουν. Πάντα περνάνε καλά μαζί. Λίγο η χημεία τους, λίγο η κοινή τους ζωή, οι αναμνήσεις τους, η μουσική τους.
“Riders on the storm” παίζει τώρα.
Μια Αγγλίδα μεθυσμένη σηκώνεται να χορέψει.
Μόνη της. Με το ποτό στο χέρι.
Χορεύει μόνο Doors. Λικνίζεται ρυθμικά, αργά και χάνεται στο τραγούδι.
Οι φίλες χαμογελούν λίγο χλευαστικά. Τη συμπαθούν όμως. Μεθυσμένη και ελεύθερη.
Χορεύουν κι αυτές αργότερα.
Τις κοιτάζουν οι θαμώνες, αλλά δεν τις νοιάζει.
Τι σημασία έχει άλλωστε; Είναι κι αυτές λίγο ζαλισμένες.
Τα κερασμένα σφηνάκια φταίνε.. Μπαίνει το Moonchild. Τα χέρια ψηλά. Χαμόγελα. Τραγουδούν δυνατά. Μετά κάνουν παραγγελιά. Βασιλάκη όπως πάντα. Στην μνήμη της εφηβείας τους. Στη φιλία τους. Το μαγαζί όλο δικό τους κι η νύχτα ολόκληρη μπροστά τους. Κι ο κόσμος στα πόδια τους.
Οι ασημένιοι δρόμοι ξεχύνονται στα μάτια τους.
Δε γυρνάνε σπίτι.
Περιφέρονται στο κέντρο. Το αμάξι τρέχει στη γκρίζα άσφαλτο. Ανάβουν τσιγάρο και στους τέσσερις τροχούς μπλέκονται λόγια. Θύμησες.
Το αυτοκίνητο σαν να κινείται από μόνο του.
Ξαφνικά στρίβει αριστερά και κατευθύνεται νότια.
Οι δυο φίλες κοιτάζονται και χαμογελούν με νόημα.
Λες; Ας είναι.. και συνεχίζουν νότια.
Περνούν από γειτονιές γνώριμες, γεμάτες αναμνήσεις.
Σπίτια, μαγαζιά, λεωφόροι, παγκάκια, πάρκα, μικρά στενά. Άσκοπη βόλτα από τη μια, θεσμός από την άλλη. Πόσες φορές το ίδιο δρομολόγιο. Είτε μαζί ή μόνες τους. Μόνο για ένα πέρασμα. Έτσι, για το γαμώτο. Χωρίς στόχο. Για ένα μικρό μνημόσυνο. Για μια ψευδαίσθηση. Σαν φαντάσματα που επιστρέφουν αόρατα και ξαναδίνουν λίγο χρώμα στην περιοχή. Μετά πάλι γκρίζο- άσπρο. Καμιά φορά αισθάνονται ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα. Ή έτσι θέλουν να αισθάνονται. Έτσι για λίγο μωρέ. Λίγα λεπτά πίσω στο φως.
Η συνοδηγός στρίβει τσιγάρο. Ένα γι’ αυτήν, ένα για τη φίλη της. Καπνίζουν. Μιλάνε πιο αραιά τώρα.
Απαραίτητες κι οι προσωπικές σκέψεις. Ξάφνου ξυπνάνε. Τελευταίος σταθμός ένα σπίτι. Μια μονοκατοικία με αυλή. Κλείνουν το μάτι και το σήμα εδόθη. Το αυτοκίνητο γκαζώνει και το χέρι κολλάει στην κόρνα. Οι παλμοί της καρδιάς ανεβαίνουν επικίνδυνα κι οι δυο φίλες χάνονται στο σκοτάδι. Ίσως κάποιο φως ν’ άναψε στο σπίτι. Δε θα μάθουν ποτέ..
Γελάνε όμως. Έχει πλάκα το παιχνίδι τους.
Την άλλη φορά ίσως να τολμήσουν να χτυπήσουν και το κουδούνι,
Έτσι, για το γαμώτο.

Αυτό το έγραψε η ανώνυμή μου.
Η δικιά μου ανώνυμη Μ.
Η φιλενάδα μου.
Να μου θυμίσει τις βόλτες εκείνες που καιρό έχουμε να κάνουμε.
Το βρήκα πολύ τρυφερό και το μεταφέρω αυτούσιο, αφού η ίδια ακόμα δεν ανοίγει blog.
Κάτι σαν δική μας γιορτή.
Γιατί για μας, η 17η Νοέμβρη σημαίνει πολλά..
Δικά μας είναι ρε ακούς;

Θυμάμαι φιλενάδα.. Τα ποτά, το ξενύχτι, τους χορούς.
Και κάτι άλλο θυμάμαι.. πως έχω χρόνια να σου πω ότι σ’ αγαπάω πολύ!

«Ένα μισαδάκι που θα βρούμεεεεε;;;;»
…………………. χεχεχεεεεεε……………..