Στην πλατεία μέχρι να ξημερώσει. Ήθελα να σου πω πολλά, αλλά τελικά δεν είπα τίποτα. Και δεν μπορώ πια να πω. Περίεργα.
Είναι καλύτερα να μην. Ιστορίες μωρέ. Ιστορίες. Είναι που ποτέ κανείς δεν τις ζήτησε για νανούρισμα. Και μείναν να σκουριάζουν σαν εκείνες τις χοντρές αλυσίδες στο περιβόλι. Αλλάζουν οι καιροί, δεν το βλέπεις;
Είναι που ακόμα δεν έχει πάρει μορφή. Κομμάτια της μόνο βγαίνουν. Τα σκοτάδια της, εκεί βαθιά, ακόμα να διαλυθούν.
Είμαι καλά. Λίγο χρόνο μόνο και την αλλαγή περιμένω.
Από πού να ξεκινήσω να σου λέω; Είναι που βαραίνουν κι οι μέρες τώρα και δυσκολεύομαι. Αυτή τη φορά όμως δεν θα κρύψω τίποτα να το ξέρεις,
Κι εγώ που προσπαθούσα πάντα να το ελέγχω, τώρα δεν μπορώ. Θυμάμαι πως ούτε κι εσύ το είχες.
Με χάνω ρε συ. Ειρμός ή η απουσία του;
Κοιμήσου ψυχή μου.
Κι όταν ξημερώσει θα σου πω τα υπόλοιπα.
Στον ήλιο, στο φως, στη βεράντα να μη φοβάσαι.
Θα πιούμε καφέ και μόλις στρίψω τσιγάρο θα με ρωτήσεις.
Τι νέα υπάρχουν, αν είδα κανέναν, τι κάνει η μάνα μου.
Θα σου πω κι εγώ αν είναι καλά τώρα ο Χ. Θα σκύψεις το κεφάλι και χαμηλόφωνα θα μου απαντήσεις πως όταν παίρνει την αγωγή είναι καλά. Υποφερτά.
Θα ρωτήσεις αν εγώ είμαι καλά. Και θα σου πω ναι, τις παλιές συνήθειες τις έχω κόψει, μόνο που ακόμα καπνίζω και πίνω, αλλά θα το δουλέψω κι αυτό. Θα σου χαϊδέψω το κεφάλι «γιατί κουρεύτηκες μωρέ», θα μου πεις «ε περάσαν τα χρόνια μπέμπα μεγαλώσαμε». Δε θα στεναχωρεθώ καθόλου, στο υπόσχομαι. Κι ούτε θα σε ρωτήσω που χάθηκες. Κι όχι φασαρίες και δράματα. Καμία θεατρικότητα πια. Θα πάμε βόλτα σ΄ όλα μας τα μέρη που στοιχειώναν με τα χρόνια. Τους σταθμούς των τρένων και των ΚΤΕΛ, το πέτρινο πεζούλι στο Λυκαβηττό, την Κριστίν στον Υμηττό, τους μεγάλους ανοιχτούς δρόμους. «Γιατί άφησες τα μαλλιά σου να μακρύνουν μπέμπα;» Αμήχανα θα σε κοιτάω και θα παίζω με μια κόκκινη μπούκλα. «Για να έχεις κάτι να χαϊδεύεις όταν γυρίσεις μωρέ».