Κάψε την άκρη και θα τρέξει μαύρο μελάνι.
Για να ξεκινήσει.
Έτσι για παρέα.
Τί μ’ έπιασε και τα διάβασα όλα αυτά τώρα;
Θυμάμαι γυμνώνεις τα δόντια σε γκριμάτσα χαμόγελου.
Γεννημένος ηττητής.
Δικό σου κι αυτό λοιπόν.
Για να φτιάξω την εικόνα.
Κιθάρες σε σόλα.
Μπαγιάτικη μπύρα όπως του «μπαμπάκα».
Εκείνου που έλεγε πως αν δεν έχεις στο μυαλό σου το στόχο τον πετυχαίνεις ευκολότερα.
Τί λέγαμε;
Α ναι κι ένα κορμί κοντά δυο μέτρα, κουβαριασμένο στο μωσαικό δίπλα στο ψυγείο.
Δυο χέρια να μην ξέρουν πως να σε αγγίξουν.
Και άλλα δυο μάτια γεμάτα φρίκη.
Τα ‘χα ξεχάσει όλα αυτά.
Πως γίνεται να ζεις με την αρρώστια.
Και να μην εγκαταλείπεις.
Όλη η ιστορία είναι εδώ.
Γι’ αυτό όταν γιατρεύεσαι πια δεν αντέχεις δίπλα σου κανέναν.
Ειδικά αυτόυς που σου σκουπίζαν τον ιδρώτα.
Είσαι όρθιος.
Κι αυτοί μένουν να κοιτούν τα άχρηστα πλέον χέρια τους.
Και δακρύζουν με απορία.
Πώς να το ονομάσω;
Σηκώθηκα σήμερα το πρωί.Φόρεσα καθαρά ρούχα.Άναψα τσιγάρο.Έφτιαξα καφέ.
Τί μ’ έπιασε και τα διάβασα όλα αυτά μετά;