Ακάλυπτος ξανά. Έρμαιο αναγκών υπόγειων. Τέλος και τίποτα δεν οριστικοποιήθηκε. Κομμένες ανάσες και κουβαριασμένες κάλτσες στο πάτωμα .Κορμιά που στεγνώνει τον ιδρώτα ο ακίνητος αέρας. Με τις ώρες. Ξημερώματα της πρώτης νύχτας αγκαλιά , μέσα και έξω και περνάει το πρώτο σκουπιδιάρικο. Ο ήχος κόλλησε από τότε πιο πολύ κι από τη μυρωδιά των μαλλιών σου. Θυσία κι αίμα στους δικούς σου ολοκαίνουργιους και τριζάτους θεούς. Μια ξύλινη βροχή στον τοίχο γέρνει. Γέρνω το κεφάλι μου στον ήχο της σαν τα σκυλιά. Ένα μικρό ροζ συννεφάκι ζωγραφίζεις με νερομπογιές στην χαραμάδα του τοίχου σου. Με ρωτάς δειλά για πρώτη φορά αν σ’αγαπάω μωρέ καθόλου. Παγώνω. Το ναι μου είναι σίγουρο μα γιατί δεν βγαίνει ανάσα; Δεν μπορώ να πω; Σ’ αγαπάω όλες τις ώρες εκτός από εκείνες που σ’ αγαπώ , μου λες διδακτικά. Ναι δάσκαλε .Μπορώ να κοιμηθώ τώρα; Έτσι για λίγο μέχρι να ντυθώ και να φύγω, στον πρώτο ήλιο, στο πρώτο ταξί.